συμψηφίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμψηφίζω < ελληνιστική κοινή συμψηφίζω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική συμψηφίζω < σύν + ψηφίζω < ψήφος
Ρήμα
συμψηφίζω (παθητική φωνή: συμψηφίζομαι)
Συγγενικά
- ασυμψήφιστα
- ασυμψήφιστος
- συμψηφισμένος
- συμψηφισμός
- συμψηφιστικά
- συμψηφιστικός
- → δείτε τις λέξεις συν, ψηφίζω και ψήφος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμψηφίζω | συμψήφιζα | θα συμψηφίζω | να συμψηφίζω | συμψηφίζοντας | |
| β' ενικ. | συμψηφίζεις | συμψήφιζες | θα συμψηφίζεις | να συμψηφίζεις | συμψήφιζε | |
| γ' ενικ. | συμψηφίζει | συμψήφιζε | θα συμψηφίζει | να συμψηφίζει | ||
| α' πληθ. | συμψηφίζουμε | συμψηφίζαμε | θα συμψηφίζουμε | να συμψηφίζουμε | ||
| β' πληθ. | συμψηφίζετε | συμψηφίζατε | θα συμψηφίζετε | να συμψηφίζετε | συμψηφίζετε | |
| γ' πληθ. | συμψηφίζουν(ε) | συμψήφιζαν συμψηφίζαν(ε) |
θα συμψηφίζουν(ε) | να συμψηφίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμψήφισα | θα συμψηφίσω | να συμψηφίσω | συμψηφίσει | ||
| β' ενικ. | συμψήφισες | θα συμψηφίσεις | να συμψηφίσεις | συμψήφισε | ||
| γ' ενικ. | συμψήφισε | θα συμψηφίσει | να συμψηφίσει | |||
| α' πληθ. | συμψηφίσαμε | θα συμψηφίσουμε | να συμψηφίσουμε | |||
| β' πληθ. | συμψηφίσατε | θα συμψηφίσετε | να συμψηφίσετε | συμψηφίστε | ||
| γ' πληθ. | συμψήφισαν συμψηφίσαν(ε) |
θα συμψηφίσουν(ε) | να συμψηφίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμψηφίσει | είχα συμψηφίσει | θα έχω συμψηφίσει | να έχω συμψηφίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμψηφίσει | είχες συμψηφίσει | θα έχεις συμψηφίσει | να έχεις συμψηφίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμψηφίσει | είχε συμψηφίσει | θα έχει συμψηφίσει | να έχει συμψηφίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμψηφίσει | είχαμε συμψηφίσει | θα έχουμε συμψηφίσει | να έχουμε συμψηφίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμψηφίσει | είχατε συμψηφίσει | θα έχετε συμψηφίσει | να έχετε συμψηφίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμψηφίσει | είχαν συμψηφίσει | θα έχουν συμψηφίσει | να έχουν συμψηφίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.