ασυγκάλυπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυγκάλυπτος | η | ασυγκάλυπτη | το | ασυγκάλυπτο |
| γενική | του | ασυγκάλυπτου | της | ασυγκάλυπτης | του | ασυγκάλυπτου |
| αιτιατική | τον | ασυγκάλυπτο | την | ασυγκάλυπτη | το | ασυγκάλυπτο |
| κλητική | ασυγκάλυπτε | ασυγκάλυπτη | ασυγκάλυπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυγκάλυπτοι | οι | ασυγκάλυπτες | τα | ασυγκάλυπτα |
| γενική | των | ασυγκάλυπτων | των | ασυγκάλυπτων | των | ασυγκάλυπτων |
| αιτιατική | τους | ασυγκάλυπτους | τις | ασυγκάλυπτες | τα | ασυγκάλυπτα |
| κλητική | ασυγκάλυπτοι | ασυγκάλυπτες | ασυγκάλυπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυγκάλυπτος < α- στερητικό + συγκαλύπτω
Επίθετο
ασυγκάλυπτος, -η, -ο
- που δεν έχει συγκαλυφθεί ή δεν μπορεί να συγκαλυφθεί, ο φανερός
- η ενοχή σου για το φόνο είναι πια ασυγκάλυπτη
Μεταφράσεις
ασυγκάλυπτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.