αστροφυσικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αστροφυσικός < αστροφυσ(ική) + -ικός[1]
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστροφυσικός | η | αστροφυσική | το | αστροφυσικό |
| γενική | του | αστροφυσικού | της | αστροφυσικής | του | αστροφυσικού |
| αιτιατική | τον | αστροφυσικό | την | αστροφυσική | το | αστροφυσικό |
| κλητική | αστροφυσικέ | αστροφυσική | αστροφυσικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστροφυσικοί | οι | αστροφυσικές | τα | αστροφυσικά |
| γενική | των | αστροφυσικών | των | αστροφυσικών | των | αστροφυσικών |
| αιτιατική | τους | αστροφυσικούς | τις | αστροφυσικές | τα | αστροφυσικά |
| κλητική | αστροφυσικοί | αστροφυσικές | αστροφυσικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
αστροφυσικός, -ή, -ό
- σχετικός με την αστροφυσική
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αστροφυσικός | οι | αστροφυσικοί |
| γενική | του/της | αστροφυσικού | των | αστροφυσικών |
| αιτιατική | τον/την | αστροφυσικό | τους/τις | αστροφυσικούς |
| κλητική | αστροφυσικέ | αστροφυσικοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
αστροφυσικός αρσενικό ή θηλυκό
- (αστρονομία, φυσική, επάγγελμα) επιστήμονας ειδικευμένος στην αστροφυσική
Μεταφράσεις
επιστήμονας ειδικευμένος στην αστροφυσική
|
Αναφορές
- αστροφυσικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.