αστρατολόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστρατολόγητος η αστρατολόγητη το αστρατολόγητο
      γενική του αστρατολόγητου της αστρατολόγητης του αστρατολόγητου
    αιτιατική τον αστρατολόγητο την αστρατολόγητη το αστρατολόγητο
     κλητική αστρατολόγητε αστρατολόγητη αστρατολόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστρατολόγητοι οι αστρατολόγητες τα αστρατολόγητα
      γενική των αστρατολόγητων των αστρατολόγητων των αστρατολόγητων
    αιτιατική τους αστρατολόγητους τις αστρατολόγητες τα αστρατολόγητα
     κλητική αστρατολόγητοι αστρατολόγητες αστρατολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αστρατολόγητος < α- στερητικό + στρατολογώ

Επίθετο

αστρατολόγητος, -η, -ο

  • που δε στρατολογήθηκε, αστράτευτος
    ο γιος μου είναι ακόμα αστρατολόγητος, γιατί σπουδάζει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.