αστιγματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αστιγματισμός | οι | αστιγματισμοί |
| γενική | του | αστιγματισμού | των | αστιγματισμών |
| αιτιατική | τον | αστιγματισμό | τους | αστιγματισμούς |
| κλητική | αστιγματισμέ | αστιγματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστιγματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αστιγματισμός αρσενικό
- (ιατρική): πάθηση της όρασης.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αστιγματισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.