αρχουντουχήρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.xu.du.ˈçi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχουντουχήρα

Ουσιαστικό

αρχουντουχήρα θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 66.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.