αρχιχρονιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχιχρονιάτικος | η | αρχιχρονιάτικη | το | αρχιχρονιάτικο |
| γενική | του | αρχιχρονιάτικου | της | αρχιχρονιάτικης | του | αρχιχρονιάτικου |
| αιτιατική | τον | αρχιχρονιάτικο | την | αρχιχρονιάτικη | το | αρχιχρονιάτικο |
| κλητική | αρχιχρονιάτικε | αρχιχρονιάτικη | αρχιχρονιάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχιχρονιάτικοι | οι | αρχιχρονιάτικες | τα | αρχιχρονιάτικα |
| γενική | των | αρχιχρονιάτικων | των | αρχιχρονιάτικων | των | αρχιχρονιάτικων |
| αιτιατική | τους | αρχιχρονιάτικους | τις | αρχιχρονιάτικες | τα | αρχιχρονιάτικα |
| κλητική | αρχιχρονιάτικοι | αρχιχρονιάτικες | αρχιχρονιάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχιχρονιάτικος < αρχιχρονιά + -τικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.xɾoˈɲa.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐χρο‐νιά‐τι‐κος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αρχιχρονιάτικος
|
- αρχηχρονιάτικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.