αρχιτεχνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχιτεχνίτης | οι | αρχιτεχνίτες |
| γενική | του | αρχιτεχνίτη | των | αρχιτεχνιτών |
| αιτιατική | τον | αρχιτεχνίτη | τους | αρχιτεχνίτες |
| κλητική | αρχιτεχνίτη | αρχιτεχνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρχιτεχνίτης αρσενικό
- ο πρώτος τεχνίτης μιας ομάδας, ο επικεφαλής, ο προϊστάμενος
- (κατ’ επέκταση) ο πιο έμπειρος τεχνίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.