αρχιτεχνίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιτεχνίτης οι αρχιτεχνίτες
      γενική του αρχιτεχνίτη των αρχιτεχνιτών
    αιτιατική τον αρχιτεχνίτη τους αρχιτεχνίτες
     κλητική αρχιτεχνίτη αρχιτεχνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχιτεχνίτης < αρχι- + τεχνίτης

Ουσιαστικό

αρχιτεχνίτης αρσενικό

  1. ο πρώτος τεχνίτης μιας ομάδας, ο επικεφαλής, ο προϊστάμενος
  2. (κατ’ επέκταση) ο πιο έμπειρος τεχνίτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.