αρχιστρατηγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχιστρατηγία οι αρχιστρατηγίες
      γενική της αρχιστρατηγίας των αρχιστρατηγιών
    αιτιατική την αρχιστρατηγία τις αρχιστρατηγίες
     κλητική αρχιστρατηγία αρχιστρατηγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχιστρατηγία < αρχιστράτηγ(ος) + -ία. Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική ἀρχιστρατηγία.

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.çi.stɾa.tiˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχιστρατηγία

Ουσιαστικό

αρχιστρατηγία θηλυκό

  1. το αξίωμα του αρχιστρατήγου
  2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός ασκεί τη θητεία του

Συγγενικά

  • αρχιστρατηγείο
  • αρχιστρατηγικός

 και δείτε τις λέξεις αρχή, στρατηγός και στρατός

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.