αρχινοσοκόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρχινοσοκόμος οι αρχινοσοκόμοι
      γενική του/της αρχινοσοκόμου των αρχινοσοκόμων
    αιτιατική τον/την αρχινοσοκόμο τους/τις αρχινοσοκόμους
     κλητική αρχινοσοκόμε αρχινοσοκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχινοσοκόμος < αρχι- + νοσοκόμος

Ουσιαστικό

αρχινοσοκόμος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & αρχινοσοκόμα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.