αρχινοσοκόμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρχινοσοκόμα | οι | αρχινοσοκόμες |
| γενική | της | αρχινοσοκόμας | των | αρχινοσοκόμων |
| αιτιατική | την | αρχινοσοκόμα | τις | αρχινοσοκόμες |
| κλητική | αρχινοσοκόμα | αρχινοσοκόμες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.