ἀρχιερατεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀρχιερατείᾱ | αἱ | ἀρχιερατεῖαι | ||||
| γενική | τῆς | ἀρχιερατείᾱς | τῶν | ἀρχιερατειῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ἀρχιερατείᾳ | ταῖς | ἀρχιερατείαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἀρχιερατείᾱν | τὰς | ἀρχιερατείᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀρχιερατείᾱ | ἀρχιερατεῖαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχιερατείᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχιερατείαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀρχιερατεία < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- ἀρχιερατεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.