ἀρχιερατεία

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχιερατεί αἱ ἀρχιερατεῖαι
      γενική τῆς ἀρχιερατείᾱς τῶν ἀρχιερατειῶν
      δοτική τῇ ἀρχιερατεί ταῖς ἀρχιερατείαις
    αιτιατική τὴν ἀρχιερατείᾱν τὰς ἀρχιερατείᾱς
     κλητική ! ἀρχιερατεί ἀρχιερατεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρχιερατεί
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχιερατείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρχιερατεία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἀρχιερατεία θηλυκό

  1. η αρχιερατεία της εβραϊκής θρησκείας
  2. η ανώτατη εκκλησιαστική ιεραρχία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.