αρχαιόπληκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιόπληκτος η αρχαιόπληκτη το αρχαιόπληκτο
      γενική του αρχαιόπληκτου της αρχαιόπληκτης του αρχαιόπληκτου
    αιτιατική τον αρχαιόπληκτο την αρχαιόπληκτη το αρχαιόπληκτο
     κλητική αρχαιόπληκτε αρχαιόπληκτη αρχαιόπληκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιόπληκτοι οι αρχαιόπληκτες τα αρχαιόπληκτα
      γενική των αρχαιόπληκτων των αρχαιόπληκτων των αρχαιόπληκτων
    αιτιατική τους αρχαιόπληκτους τις αρχαιόπληκτες τα αρχαιόπληκτα
     κλητική αρχαιόπληκτοι αρχαιόπληκτες αρχαιόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρχαιόπληκτος < αρχαιό- + -πληκτος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

αρχαιόπληκτος, -η, -ο

* που πάσχει από αρχαιοπληξία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.