αρτεσιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρτεσιανός | η | αρτεσιανή | το | αρτεσιανό |
| γενική | του | αρτεσιανού | της | αρτεσιανής | του | αρτεσιανού |
| αιτιατική | τον | αρτεσιανό | την | αρτεσιανή | το | αρτεσιανό |
| κλητική | αρτεσιανέ | αρτεσιανή | αρτεσιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρτεσιανοί | οι | αρτεσιανές | τα | αρτεσιανά |
| γενική | των | αρτεσιανών | των | αρτεσιανών | των | αρτεσιανών |
| αιτιατική | τους | αρτεσιανούς | τις | αρτεσιανές | τα | αρτεσιανά |
| κλητική | αρτεσιανοί | αρτεσιανές | αρτεσιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.