Ἀρτεσία
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀρτεσία | αἱ | Ἀρτεσίαι | ||||
| γενική | τῆς | Ἀρτεσίας | τῶν | Ἀρτεσιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | Ἀρτεσίᾳ | ταῖς | Ἀρτεσίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | Ἀρτεσίαν | τὰς | Ἀρτεσίας | ||||
| κλητική ὦ! | Ἀρτεσία | Ἀρτεσίαι | ||||||
| Συνήθως στον ενικό | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.teˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ἀρ‐τε‐σί‐α
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.