αρτεργάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρτεργάτης οι αρτεργάτες
      γενική του αρτεργάτη των αρτεργατών
    αιτιατική τον αρτεργάτη τους αρτεργάτες
     κλητική αρτεργάτη αρτεργάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρτεργάτης < άρτος + εργάτης

Ουσιαστικό

αρτεργάτης αρσενικό (θηλυκό αρτεργάτρια)

  • (επάγγελμα) ο εργαζόμενος στην παρασκευή ειδών αρτοποιίας
    • Συναντάμε μάλιστα περιπτώσεις μεγάλων επιχειρηματιών που συμμάχησαν ανοιχτά με το εργατικό κίνημα για την προώθησή της, όπως ο πρόεδρος της συντεχνίας αρτοποιών Φ. Ηλιόπουλος, που το 1905 είχε παροτρύνει τους αρτεργάτες να ιδρύσουν σωματείο για να διεκδικήσουν τη νομοθέτηση της αργίας της Κυριακής. (*)
    • Οι εργαζόμενοι σε αρτοποιητικές επιχειρήσεις, αρτεργάτες - σιμιτεργάτες, οφείλουν να επιμελούνται για την καλή ποιότητα των προϊόντων που παρασκευάζουν, για την καθαριότητα αυτών και για την καλή συντήρηση των μηχανημάτων και σκευών που χρησιμοποιούν κατά την εργασία τους, καθώς επίσης και να διατηρούν τους χώρους καθαρούς και να επιμελούνται της ευπρεπούς εμφάνισής τους, φορώντας απαραιτήτως εντός του εργαστηρίου ποδιά και σκούφο. (*)

Συγγενικά

  • αρτεργατικός
  •  δείτε τις λέξεις άρτος και έργο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.