αρτεργάτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρτεργάτρια | οι | αρτεργάτριες |
| γενική | της | αρτεργάτριας | των | αρτεργατριών |
| αιτιατική | την | αρτεργάτρια | τις | αρτεργάτριες |
| κλητική | αρτεργάτρια | αρτεργάτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρτεργάτρια < αρτεργάτης + -τρια
Μεταφράσεις
αρτεργάτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.