αρταίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρταίνω < μεσαιωνική ελληνική ἀρτῶ + -αίνω < αρχαία ελληνική ἀρτύω
Ρήμα
αρταίνω (παθητική φωνή: αρταίνομαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αρταίνω | άρταινα | θα αρταίνω | να αρταίνω | αρταίνοντας | |
| β' ενικ. | αρταίνεις | άρταινες | θα αρταίνεις | να αρταίνεις | άρταινε | |
| γ' ενικ. | αρταίνει | άρταινε | θα αρταίνει | να αρταίνει | ||
| α' πληθ. | αρταίνουμε | αρταίναμε | θα αρταίνουμε | να αρταίνουμε | ||
| β' πληθ. | αρταίνετε | αρταίνατε | θα αρταίνετε | να αρταίνετε | αρταίνετε | |
| γ' πληθ. | αρταίνουν(ε) | άρταιναν αρταίναν(ε) |
θα αρταίνουν(ε) | να αρταίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | άρτυσα | θα αρτύσω | να αρτύσω | αρτύσει | ||
| β' ενικ. | άρτυσες | θα αρτύσεις | να αρτύσεις | άρτυσε | ||
| γ' ενικ. | άρτυσε | θα αρτύσει | να αρτύσει | |||
| α' πληθ. | αρτύσαμε | θα αρτύσουμε | να αρτύσουμε | |||
| β' πληθ. | αρτύσατε | θα αρτύσετε | να αρτύσετε | αρτύστε | ||
| γ' πληθ. | άρτυσαν αρτύσαν(ε) |
θα αρτύσουν(ε) | να αρτύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αρτύσει | είχα αρτύσει | θα έχω αρτύσει | να έχω αρτύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αρτύσει | είχες αρτύσει | θα έχεις αρτύσει | να έχεις αρτύσει | έχε αρτυμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αρτύσει | είχε αρτύσει | θα έχει αρτύσει | να έχει αρτύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αρτύσει | είχαμε αρτύσει | θα έχουμε αρτύσει | να έχουμε αρτύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αρτύσει | είχατε αρτύσει | θα έχετε αρτύσει | να έχετε αρτύσει | έχετε αρτυμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αρτύσει | είχαν αρτύσει | θα έχουν αρτύσει | να έχουν αρτύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αρτυμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αρτυμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αρτυμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αρτυμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.