αρταίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρταίνω < μεσαιωνική ελληνική ἀρτῶ + -αίνω < αρχαία ελληνική ἀρτύω

Ρήμα

αρταίνω (παθητική φωνή: αρταίνομαι)

  1. παρέχω σε περίοδο νηστείας μη νηστίσιμη τροφή
  2. καρυκεύω το φαγητό
  3. αρταίνομαι: σταματώ τη νηστεία
     συνώνυμα: κρεοφαγώ
     αντώνυμα: νηστεύω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.