αρματηλάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρματηλάτης | οι | αρματηλάτες |
| γενική | του | αρματηλάτη | των | αρματηλατών |
| αιτιατική | τον | αρματηλάτη | τους | αρματηλάτες |
| κλητική | αρματηλάτη | αρματηλάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.