αρματαγωγό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρματαγωγό | τα | αρματαγωγά |
| γενική | του | αρματαγωγού | των | αρματαγωγών |
| αιτιατική | το | αρματαγωγό | τα | αρματαγωγά |
| κλητική | αρματαγωγό | αρματαγωγά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αρματαγωγό
Ετυμολογία
- αρματαγωγό < (καθαρεύουσα) ἁρματαγωγόν κατά το ὁπλιταγωγόν. Αναλύεται σε άρμα, αρματ- + -αγωγό, ουδέτερο του -αγωγός (άγω)[1]
Ουσιαστικό
αρματαγωγό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) πολεμικό πλοίο κατάλληλο να μεταφέρει και να αποβιβάζει άρματα μάχης
- ※ Στο λιμάνι της Ελευσίνας, έφτασε λίγο μετά τις 7:30 το πρωί, το αρματαγωγό πλοίο «Ικαρία» μεταφέροντας 389 πρόσφυγες και μετανάστες από τη Σύμη. (εφ. Καθημερινή, 9/10/2019)
Αναφορές
- αρματαγωγό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.