αρκουδίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρκουδίσιος η αρκουδίσια το αρκουδίσιο
      γενική του αρκουδίσιου της αρκουδίσιας του αρκουδίσιου
    αιτιατική τον αρκουδίσιο την αρκουδίσια το αρκουδίσιο
     κλητική αρκουδίσιε αρκουδίσια αρκουδίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρκουδίσιοι οι αρκουδίσιες τα αρκουδίσια
      γενική των αρκουδίσιων των αρκουδίσιων των αρκουδίσιων
    αιτιατική τους αρκουδίσιους τις αρκουδίσιες τα αρκουδίσια
     κλητική αρκουδίσιοι αρκουδίσιες αρκουδίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρκουδίσιος < αρκούδ(α) + -ίσιος

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.kuˈði.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρκουδίσιος

Επίθετο

αρκουδίσιος, -α, -ο

  • που ανήκει στην αρκούδα ή τη χαρακτηρίζει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.