αριός

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈʝos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αριός

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριός η αριιά το αριό
      γενική του αριού της αριιάς του αριού
    αιτιατική τον αριό την αριιά το αριό
     κλητική αριέ αριιά αριό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριοί οι αριές τα αριά
      γενική των αριών των αριών των αριών
    αιτιατική τους αριούς τις αριές τα αριά
     κλητική αριοί αριές αριά
Κατηγορία όπως «γλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
αριός <  δείτε τη λέξη αραιός

Επίθετο

αριός, -ά, -ό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αριός οι αριοί
      γενική του αριού των αριών
    αιτιατική τον αριό τους αριούς
     κλητική αριέ αριοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αριός <  δείτε τη λέξη άριος

Ουσιαστικό

αριός αρσενικό

  • (βοτανική) άλλη γραφή του άριος, άλλη μορφή του αριά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.