αργεντινέζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αργεντινέζικος | η | αργεντινέζικη | το | αργεντινέζικο |
| γενική | του | αργεντινέζικου | της | αργεντινέζικης | του | αργεντινέζικου |
| αιτιατική | τον | αργεντινέζικο | την | αργεντινέζικη | το | αργεντινέζικο |
| κλητική | αργεντινέζικε | αργεντινέζικη | αργεντινέζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αργεντινέζικοι | οι | αργεντινέζικες | τα | αργεντινέζικα |
| γενική | των | αργεντινέζικων | των | αργεντινέζικων | των | αργεντινέζικων |
| αιτιατική | τους | αργεντινέζικους | τις | αργεντινέζικες | τα | αργεντινέζικα |
| κλητική | αργεντινέζικοι | αργεντινέζικες | αργεντινέζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αργεντινέζικος < Αργεντινέζ(ος) + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ʝen.diˈne.zi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γε‐ντι‐νέ‐ζι‐κος
Μεταφράσεις
αργεντινέζικος
|
→ δείτε τη λέξη αργεντινός |
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.