αραβοποίκιλτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβοποίκιλτος η αραβοποίκιλτη το αραβοποίκιλτο
      γενική του αραβοποίκιλτου της αραβοποίκιλτης του αραβοποίκιλτου
    αιτιατική τον αραβοποίκιλτο την αραβοποίκιλτη το αραβοποίκιλτο
     κλητική αραβοποίκιλτε αραβοποίκιλτη αραβοποίκιλτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβοποίκιλτοι οι αραβοποίκιλτες τα αραβοποίκιλτα
      γενική των αραβοποίκιλτων των αραβοποίκιλτων των αραβοποίκιλτων
    αιτιατική τους αραβοποίκιλτους τις αραβοποίκιλτες τα αραβοποίκιλτα
     κλητική αραβοποίκιλτοι αραβοποίκιλτες αραβοποίκιλτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αραβοποίκιλτος < αραβοποίκιλμα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈpi.cil.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβοποίκιλτος

Επίθετο

αραβοποίκιλτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • αραβοποίκιλτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.