αραβοαφρικανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αραβοαφρικανικός | η | αραβοαφρικανική | το | αραβοαφρικανικό |
| γενική | του | αραβοαφρικανικού | της | αραβοαφρικανικής | του | αραβοαφρικανικού |
| αιτιατική | τον | αραβοαφρικανικό | την | αραβοαφρικανική | το | αραβοαφρικανικό |
| κλητική | αραβοαφρικανικέ | αραβοαφρικανική | αραβοαφρικανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αραβοαφρικανικοί | οι | αραβοαφρικανικές | τα | αραβοαφρικανικά |
| γενική | των | αραβοαφρικανικών | των | αραβοαφρικανικών | των | αραβοαφρικανικών |
| αιτιατική | τους | αραβοαφρικανικούς | τις | αραβοαφρικανικές | τα | αραβοαφρικανικά |
| κλητική | αραβοαφρικανικοί | αραβοαφρικανικές | αραβοαφρικανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αραβοαφρικανικός < αραβο- + αφρικανικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.a.fɾi.ka.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βο‐α‐φρι‐κα‐νι‐κός
Μεταφράσεις
αραβοαφρικανικός
|
|
Αναφορές
- αραβοαφρικανικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.