απόλοιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απόλοιμος | οι | απόλοιμοι |
| γενική | του | απόλοιμου | των | απόλοιμων |
| αιτιατική | τον | απόλοιμο | τους | απόλοιμους |
| κλητική | απόλοιμε | απόλοιμοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόλοιμος < ελληνιστική κοινή ἀπολοίμιος[1] < αρχαία ελληνική ἀπό + λοιμός
Ουσιαστικό
απόλοιμος αρσενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λοιμός
Μεταφράσεις
απόλοιμος
|
|
- ἀπολοίμιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.