απόβροχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απόβροχος | η | απόβροχη | το | απόβροχο |
| γενική | του | απόβροχου | της | απόβροχης | του | απόβροχου |
| αιτιατική | τον | απόβροχο | την | απόβροχη | το | απόβροχο |
| κλητική | απόβροχε | απόβροχη | απόβροχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απόβροχοι | οι | απόβροχες | τα | απόβροχα |
| γενική | των | απόβροχων | των | απόβροχων | των | απόβροχων |
| αιτιατική | τους | απόβροχους | τις | απόβροχες | τα | απόβροχα |
| κλητική | απόβροχοι | απόβροχες | απόβροχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
απόβροχος
|
Πηγές
- απόβροχος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.