απόαψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόαψη | οι | αποάψεις |
| γενική | της | απόαψης | των | αποάψεων |
| αιτιατική | την | απόαψη | τις | αποάψεις |
| κλητική | απόαψη | αποάψεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόαψη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική apoapsis < ἀπό + αρχαία ελληνική ἅψις < ἅπτομαι
Ουσιαστικό
απόαψη θηλυκό
- (αστρονομία) το σημείο της τροχιάς ενός σώματος που περιστρέφεται ελλειπτικά γύρω από ένα άλλο, όταν βρίσκεται στη μεγαλύτερη απόσταση από το άλλο
Αντώνυμα
Υπώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.