αποχωριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποχωριστής οι αποχωριστές
      γενική του αποχωριστή των αποχωριστών
    αιτιατική τον αποχωριστή τους αποχωριστές
     κλητική αποχωριστή αποχωριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποχωριστής < αποχωρίζω + -τής

Ουσιαστικό

αποχωριστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.