αποχαρακτηρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποχαρακτηρισμός οι αποχαρακτηρισμοί
      γενική του αποχαρακτηρισμού των αποχαρακτηρισμών
    αιτιατική τον αποχαρακτηρισμό τους αποχαρακτηρισμούς
     κλητική αποχαρακτηρισμέ αποχαρακτηρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποχαρακτηρισμός < (αποχαρακτηρίζω) αποχαρακτηρισ- + -ισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.xa.ɾa.kti.ɾiˈzmos/

Ουσιαστικό

αποχαρακτηρισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.