farewell

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
farewell farewells

Ουσιαστικό

farewell (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο αποχαιρετισμός, αποχαιρετιστήριος
    The farewell scenes were very touching.
    Οι σκηνές του αποχαιρετισμού ήταν πολύ συγκινητικές.
    I went by my school for a final farewell.
    Πέρασα από το σχολείο μου για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό.
    In his farewell speech, he defended his choices and his policies.
    Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του υπεραμύνθηκε των επιλογών του και της πολιτικής του.
     συνώνυμα: goodbye

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.