αποχαιρετούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποχαιρετούρα | οι | αποχαιρετούρες |
| γενική | της | αποχαιρετούρας | — | |
| αιτιατική | την | αποχαιρετούρα | τις | αποχαιρετούρες |
| κλητική | αποχαιρετούρα | αποχαιρετούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποχαιρετούρα < αποχαιρετώ + -ούρα
Μεταφράσεις
αποχαιρετούρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.