αποφόρτιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποφόρτιση οι αποφορτίσεις
      γενική της αποφόρτισης* των αποφορτίσεων
    αιτιατική την αποφόρτιση τις αποφορτίσεις
     κλητική αποφόρτιση αποφορτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφορτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποφόρτιση < αποφορτίζω + -ση (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déchargement)

Ουσιαστικό

αποφόρτιση θηλυκό

  1. (τεχνολογία) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω
     συνώνυμα: εκφόρτιση
  2. (μεταφορικά) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.