αποφορτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποφορτίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποφορτίζω (1.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική décharger)
Ρήμα
αποφορτίζω (παθητική φωνή: αποφορτίζομαι)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποφόρτιση
- → δείτε τις λέξεις από, φορτίζω και φόρτος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποφορτίζω | αποφόρτιζα | θα αποφορτίζω | να αποφορτίζω | αποφορτίζοντας | |
| β' ενικ. | αποφορτίζεις | αποφόρτιζες | θα αποφορτίζεις | να αποφορτίζεις | αποφόρτιζε | |
| γ' ενικ. | αποφορτίζει | αποφόρτιζε | θα αποφορτίζει | να αποφορτίζει | ||
| α' πληθ. | αποφορτίζουμε | αποφορτίζαμε | θα αποφορτίζουμε | να αποφορτίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποφορτίζετε | αποφορτίζατε | θα αποφορτίζετε | να αποφορτίζετε | αποφορτίζετε | |
| γ' πληθ. | αποφορτίζουν(ε) | αποφόρτιζαν αποφορτίζαν(ε) |
θα αποφορτίζουν(ε) | να αποφορτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποφόρτισα | θα αποφορτίσω | να αποφορτίσω | αποφορτίσει | ||
| β' ενικ. | αποφόρτισες | θα αποφορτίσεις | να αποφορτίσεις | αποφόρτισε | ||
| γ' ενικ. | αποφόρτισε | θα αποφορτίσει | να αποφορτίσει | |||
| α' πληθ. | αποφορτίσαμε | θα αποφορτίσουμε | να αποφορτίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποφορτίσατε | θα αποφορτίσετε | να αποφορτίσετε | αποφορτίστε | ||
| γ' πληθ. | αποφόρτισαν αποφορτίσαν(ε) |
θα αποφορτίσουν(ε) | να αποφορτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποφορτίσει | είχα αποφορτίσει | θα έχω αποφορτίσει | να έχω αποφορτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποφορτίσει | είχες αποφορτίσει | θα έχεις αποφορτίσει | να έχεις αποφορτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποφορτίσει | είχε αποφορτίσει | θα έχει αποφορτίσει | να έχει αποφορτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποφορτίσει | είχαμε αποφορτίσει | θα έχουμε αποφορτίσει | να έχουμε αποφορτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποφορτίσει | είχατε αποφορτίσει | θα έχετε αποφορτίσει | να έχετε αποφορτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποφορτίσει | είχαν αποφορτίσει | θα έχουν αποφορτίσει | να έχουν αποφορτίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.