αποφρακτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποφρακτήρας οι αποφρακτήρες
      γενική του αποφρακτήρα των αποφρακτήρων
    αιτιατική τον αποφρακτήρα τους αποφρακτήρες
     κλητική αποφρακτήρα αποφρακτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποφρακτήρας < (καθαρεύουσα) αποφρακτήρ < αποφράσσω

Ουσιαστικό

αποφρακτήρας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.