αποφθεγματικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αποφθεγματικά < αποφθεγματικός
Επίρρημα
αποφθεγματικά
- σύντομα, λακωνικά.
Μεταφράσεις
αποφθεγματικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αποφθεγματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποφθεγματικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.