αποταμιευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποταμιευτικός | η | αποταμιευτική | το | αποταμιευτικό |
| γενική | του | αποταμιευτικού | της | αποταμιευτικής | του | αποταμιευτικού |
| αιτιατική | τον | αποταμιευτικό | την | αποταμιευτική | το | αποταμιευτικό |
| κλητική | αποταμιευτικέ | αποταμιευτική | αποταμιευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποταμιευτικοί | οι | αποταμιευτικές | τα | αποταμιευτικά |
| γενική | των | αποταμιευτικών | των | αποταμιευτικών | των | αποταμιευτικών |
| αιτιατική | τους | αποταμιευτικούς | τις | αποταμιευτικές | τα | αποταμιευτικά |
| κλητική | αποταμιευτικοί | αποταμιευτικές | αποταμιευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποταμιευτικός < αποταμιεύω + -τικός
Επίθετο
αποταμιευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποταμίευση, αναφέρεται σ’ αυτήν ή συμβάλλει σ’ αυτήν
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποταμιεύω, ταμίας και τέμνω
Μεταφράσεις
αποταμιευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.