αποστειρωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποστειρωτής οι αποστειρωτές
      γενική του αποστειρωτή των αποστειρωτών
    αιτιατική τον αποστειρωτή τους αποστειρωτές
     κλητική αποστειρωτή αποστειρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποστειρωτής < αποστειρώνω + -τής

Ουσιαστικό

αποστειρωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.