αποστειρωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποστειρωτήρας | οι | αποστειρωτήρες |
| γενική | του | αποστειρωτήρα | των | αποστειρωτήρων |
| αιτιατική | τον | αποστειρωτήρα | τους | αποστειρωτήρες |
| κλητική | αποστειρωτήρα | αποστειρωτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποστειρωτήρας < αποστειρώνω + -τήρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.