αποστακτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποστακτήριο τα αποστακτήρια
      γενική του αποστακτήριου
& αποστακτηρίου
των αποστακτήριων
& αποστακτηρίων
    αιτιατική το αποστακτήριο τα αποστακτήρια
     κλητική αποστακτήριο αποστακτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποστακτήριο < (καθαρεύουσα) αποστακτήριον < αποστάζω + -τήριον

Ουσιαστικό

αποστακτήριο ουδέτερο

  1. μέρος όπου γίνεται η απόσταξη
  2. (σπάνιο) αποστακτήρας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.