ξανατοποθετούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξανατοποθετούμαι < ξανατοποθετώ < ξανά + τοποθετώ

Ρήμα

ξανατοποθετούμαι (μεσοπαθητικό του ξανατοποθετώ)

  1. (για αντικείμενα) τοποθετούμαι εκ νέου σε μια θέση, ξαναμπαίνω στη θέση μου
  2. αλλάζω τοποθέτηση σε ένα ζήτημα πάνω στο οποίο είχα προηγουμέως εκφέρει τη γνώμη μου, είχα τοποθετηθεί, όμως θέλω είτε να διευκρινίσω κάτι είτε και να αλλάξω θέση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.