ξανατοποθετούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξανατοποθετούμαι (μεσοπαθητικό του ξανατοποθετώ)
- (για αντικείμενα) τοποθετούμαι εκ νέου σε μια θέση, ξαναμπαίνω στη θέση μου
- αλλάζω τοποθέτηση σε ένα ζήτημα πάνω στο οποίο είχα προηγουμέως εκφέρει τη γνώμη μου, είχα τοποθετηθεί, όμως θέλω είτε να διευκρινίσω κάτι είτε και να αλλάξω θέση
Μεταφράσεις
ξανατοποθετούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.