επανατοποθετούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επανατοποθετούμαι < παθητικό του επανατοποθετώ < επί και ανά + τοποθετώ
Ρήμα
επανατοποθετούμαι
- (για αντικείμενα) στο τρίτο πρόσωπο, μπαίνει ξανά στη θέση του
- Επανατοποθετείται πολύ εύκολα, δυο λεπτά θα κάνετε
- ξανατοποθετούμαι σε ενα ζήτημα, τοποθετούμαι εκ νέου αλλάζοντας κάπως ή και πολύ την προηγούμενη τοποθέτησή μου
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επανατοποθετούμαι | επανατοποθετούμουν | θα επανατοποθετούμαι | να επανατοποθετούμαι | ||
| β' ενικ. | επανατοποθετείσαι | επανατοποθετούσουν | θα επανατοποθετείσαι | να επανατοποθετείσαι | ||
| γ' ενικ. | επανατοποθετείται | επανατοποθετούνταν | θα επανατοποθετείται | να επανατοποθετείται | ||
| α' πληθ. | επανατοποθετούμαστε | επανατοποθετούμασταν επανατοποθετούμαστε |
θα επανατοποθετούμαστε | να επανατοποθετούμαστε | ||
| β' πληθ. | επανατοποθετείστε | επανατοποθετούσασταν επανατοποθετούσαστε |
θα επανατοποθετείστε | να επανατοποθετείστε | επανατοποθετείστε | |
| γ' πληθ. | επανατοποθετούνται | επανατοποθετούνταν | θα επανατοποθετούνται | να επανατοποθετούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επανατοποθετήθηκα | θα επανατοποθετηθώ | να επανατοποθετηθώ | επανατοποθετηθεί | ||
| β' ενικ. | επανατοποθετήθηκες | θα επανατοποθετηθείς | να επανατοποθετηθείς | επανατοποθετήσου | ||
| γ' ενικ. | επανατοποθετήθηκε | θα επανατοποθετηθεί | να επανατοποθετηθεί | |||
| α' πληθ. | επανατοποθετηθήκαμε | θα επανατοποθετηθούμε | να επανατοποθετηθούμε | |||
| β' πληθ. | επανατοποθετηθήκατε | θα επανατοποθετηθείτε | να επανατοποθετηθείτε | επανατοποθετηθείτε | ||
| γ' πληθ. | επανατοποθετήθηκαν επανατοποθετηθήκαν(ε) |
θα επανατοποθετηθούν(ε) | να επανατοποθετηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επανατοποθετηθεί | είχα επανατοποθετηθεί | θα έχω επανατοποθετηθεί | να έχω επανατοποθετηθεί | επανατοποθετημένος | |
| β' ενικ. | έχεις επανατοποθετηθεί | είχες επανατοποθετηθεί | θα έχεις επανατοποθετηθεί | να έχεις επανατοποθετηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επανατοποθετηθεί | είχε επανατοποθετηθεί | θα έχει επανατοποθετηθεί | να έχει επανατοποθετηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επανατοποθετηθεί | είχαμε επανατοποθετηθεί | θα έχουμε επανατοποθετηθεί | να έχουμε επανατοποθετηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επανατοποθετηθεί | είχατε επανατοποθετηθεί | θα έχετε επανατοποθετηθεί | να έχετε επανατοποθετηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επανατοποθετηθεί | είχαν επανατοποθετηθεί | θα έχουν επανατοποθετηθεί | να έχουν επανατοποθετηθεί | ||
→ δείτε τη λέξη επανατοποθετώ
Μεταφράσεις
επανατοποθετούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.