αποσείω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσείω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποσείω (τινάζω κάτι από πάνω μου), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική shake off. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + σείω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈsi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : }α‐πο‐σεί‐ω
Κλίση
- → λείπει η κλίση με διπλούς τύπους
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- αποσείω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποσείω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αποσείω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.