αποσείω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσείω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποσείω (τινάζω κάτι από πάνω μου), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική shake off. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + σείω.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈsi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποσείω

Ρήμα

αποσείω, αόρ.: απέσεισα/απόσεισα, παθ.φωνή: αποσείομαι, π.αόρ.: αποσείστηκα/-θηκα

  1. διώχνω κάτι από πάνω μου, απαλλάσσω τον εαυτό μου από κάποια ενοχλητική, δυσάρεστη κατάσταση
  2. (μεταφορικά) απαλλάσσω τον εαυτό μου από κατηγορία (ηθική ή νομική)[1]

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις από και σείω

Κλίση

  • λείπει η κλίση με διπλούς τύπους

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.