απόσειση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόσειση οι αποσείσεις
      γενική της απόσεισης* των αποσείσεων
    αιτιατική την απόσειση τις αποσείσεις
     κλητική απόσειση αποσείσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσείσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόσειση < αποσείω

Ουσιαστικό

απόσειση θηλυκό

  • η κίνηση με την οποία κάποιος αποσείει, τινάζει από πάνω του ένα βάρος
    η απόσειση των ευθυνών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.