αποσαφήνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσαφήνιση οι αποσαφηνίσεις
      γενική της αποσαφήνισης* των αποσαφηνίσεων
    αιτιατική την αποσαφήνιση τις αποσαφηνίσεις
     κλητική αποσαφήνιση αποσαφηνίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσαφηνίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσαφήνιση < αποσαφηνίζω + -ση

Ουσιαστικό

αποσαφήνιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.