αποσαφηνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποσαφηνισμός | οι | αποσαφηνισμοί |
| γενική | του | αποσαφηνισμού | των | αποσαφηνισμών |
| αιτιατική | τον | αποσαφηνισμό | τους | αποσαφηνισμούς |
| κλητική | αποσαφηνισμέ | αποσαφηνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσαφηνισμός < αποσαφηνίζω + -μός
Μεταφράσεις
αποσαφηνισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.