αποσαφηνίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποσαφηνίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσαφηνίζω
  2. θα αποσαφηνίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσαφηνίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποσαφηνίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποσαφήνιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.