απορρίχνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απορρίχνω < απο- + ρίχνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.piˈɾi.xno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απορρίχνω

Ρήμα

απορρίχνω, αόρ.: απόρριξα, παθ.φωνή: απορρίχνομαι, π.αόρ.: απορρίχτηκα, μτχ.π.π.: απορριγμένος

  1. (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) (για έμβρυο) αποβάλλω
  2. (ιδιωματικό, παρωχημένο) απορρίπτω, διώχνω, δεν δέχομαι, περιφρονώ
  3. (στην παθητική φωνή) απορρίχνομαι: εκδηλώνω τις επιθυμίες μου, δεν συγκρατούμαι, δεν βαστιέμαι

  • απορρίχτω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις από και ρίχνω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.