αποπνικτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπνικτικότητα οι αποπνικτικότητες
      γενική της αποπνικτικότητας των αποπνικτικοτήτων
    αιτιατική την αποπνικτικότητα τις αποπνικτικότητες
     κλητική αποπνικτικότητα αποπνικτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποπνικτικότητα < αποπνικτικός + -ότητα

Ουσιαστικό

αποπνικτικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.