αποπληθωρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπληθωρισμένος η αποπληθωρισμένη το αποπληθωρισμένο
      γενική του αποπληθωρισμένου της αποπληθωρισμένης του αποπληθωρισμένου
    αιτιατική τον αποπληθωρισμένο την αποπληθωρισμένη το αποπληθωρισμένο
     κλητική αποπληθωρισμένε αποπληθωρισμένη αποπληθωρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπληθωρισμένοι οι αποπληθωρισμένες τα αποπληθωρισμένα
      γενική των αποπληθωρισμένων των αποπληθωρισμένων των αποπληθωρισμένων
    αιτιατική τους αποπληθωρισμένους τις αποπληθωρισμένες τα αποπληθωρισμένα
     κλητική αποπληθωρισμένοι αποπληθωρισμένες αποπληθωρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποπληθωρισμένος < αποπληθωρισμός + -μένος

Μετοχή

αποπληθωρισμένος, -η, -ο

  • (οικονομία) που προκύπτει αν αφαιρέσουμε το ποσό που προέρχεται απ’ τον πληθωρισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.